- υπομηρίδιος
- -α, -ο, Νανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μηρό ή αυτός που βρίσκεται στο κάτω τμήμα του («υπομηρίδιος μυς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + μηρός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μετωπ-ίδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.